Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρματολός ο [armatolós] Ο17 : Έλληνας οπλοφόρος, μέλος άτακτου στρατιωτικού σώματος, που κατά την περίοδο της Tουρκοκρατίας αναλάμβανε τη φύλαξη ορισμένης περιοχής από τους ληστές: Οι αρματολοί και οι κλέφτες αποτέλεσαν το στρατό της επανάστασης του ΄21.
[αρματ- (άρμα) 1 -ο- + -λόγος με αποβ. του μεσοφ. [γ] και αποφυγή της χασμ.]