Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απόλυση
1 εγγραφή
απόλυση η [apólisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του απολύω. 1. διακοπή της εργασιακής σχέσης κάποιου· παύση2: ~ εργαζομένου / υπαλλήλου από τη δουλειά του. Οι εργοδότες προχώρησαν σε μαζικές απολύσεις εργατών. Επικυρώνω / κοινοποιώ την ~ κάποιου. Tιμωρήθηκε με πρόσκαιρη / οριστική ~. 2. χορήγηση απολυτηρίου, ιδίως σε στρατιωτικό, μετά την περάτωση της θητείας: ~ στρατιώτη / εφέδρου. 3α. απόδοση της προσωπικής ελευθερίας σε κπ· απελευθέρωση, αποφυλάκιση: ~ αιχμαλώτου. ~ κρατουμένων / φυλακισμένων. ~ προσωρινή / με εγγύηση. β. (λαϊκότρ.) το τελευταίο τμήμα κάθε ιερής ακολουθίας, και ιδίως της Θείας Λειτουργίας: Ο παπάς έκανε την ~.

[1-3α: λόγ. < αρχ. ἀπόλυ(σις) `λύσιμο, απελευθέρωση΄ -ση σημδ. γερμ. Εntlassung· 3β: μσν. απόλυ(σις) (στη νέα σημ.) -ση < αρχ. ἀπόλυσις]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες