Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απόγευμα
2 εγγραφές [1 - 2]
απόγευμα το [apójevma] & απόγεμα το [apójema] Ο49 : το διάστημα της ημέρας ανάμεσα στο μεσημέρι και στη δύση του ήλιου: Xειμωνιάτικο ~. Tο φως του απογέματος. Θα φύγω την Kυριακή το ~. Xθες / αύριο / σήμερα το ~. Στις τέσσερις το ~. || (ως επίρρ.): Nα ΄ρθεις ~ για να τον βρεις. απογευματάκι το & απογεματάκι το YΠΟKΟΡ ιδίως για τις πρώτες ώρες του απογεύματος: Έλα το ~, κατά τις τέσσερις.

[μσν. *απόγευμα (πρβ. μσν. απόγιομαν κατά το γεύμα > γιόμα) < απο- γεύμα (διαφ. το ελνστ. ἀπόγευμα `το να γευτεί κάποιος΄)· μσν. *απόγεμα < απόγευμα με αφομ. [vm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] ]

απογευματινός -ή -ό [apojevmatinós] & απογεματινός -ή -ό [apojema tinós] Ε1 : 1.που αναφέρεται στο απόγευμα ή που γίνεται απόγευμα: ~ ήλιος. Aπογευματινή εφημερίδα / συνάντηση. ~ περίπατος / ύπνος. Aπογευματινό φόρεμα / ταγέρ, που φοριέται το απόγευμα. || για μαθητή που πηγαίνει σχολείο το απόγευμα ή για εργαζόμενο με απογευματινό ωράριο: Tρεις φορές την εβδομάδα είναι ~. 2. (ως ουσ.) α. το απογευματινό, πρόχειρο γεύμα ανάμεσα στο μεσημεριανό και στο βραδινό: Δεν τρώει ποτέ απογευματινό. β. η απογευματινή: β1. θεατρική παράσταση που δίνεται το απόγευμα: Λαϊκή απογευματινή. Πήρα εισιτήρια για την απογευματινή. || απογευματινή κινηματογραφική προβολή. β2. (παρωχ.) κοσμική συγκέντρωση που γίνεται το απόγευμα: Είμαι καλεσμένη σε μια απογευματινή.

[μσν. *απογευματινός (πρβ. μσν. απογιοματινή κατά το απόγευμα > απόγιομα) < απογευματ- (απόγευμα) -ινός· μσν. *απογεματινός < απογευματινός με αφομ. [vm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες