Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποφρα
4 εγγραφές [1 - 4]
αποφράδα [apofráδa] Ε (βλ. Ο26) : μόνο στην έκφραση ~ ημέρα, για ημέρα που συνδέεται με κάποιο τραγικό γεγονός, το οποίο σημάδεψε τη ζωή ενός ατόμου ή συνήθ. ενός λαού, και που θεωρείται δυσοίωνη: H Tρίτη είναι ~ ημέρα. Είκοσι εννέα Mαΐου 1453, η ~ ημέρα που έπεσε η Πόλη.

[λόγ. εν. < αρχ. πληθ. ἀποφράδες ἡμέραι]

αποφράζω [apofrázo] -ομαι & αποφράσσω [apofráso] -ομαι Ρ αόρ. απέφραξα και (σπάν.) απόφραξα, απαρέμφ. αποφράξει, παθ. αόρ. αποφράχτηκα, απαρέμφ. αποφραχτεί : 1.φράζω κτ. εντελώς: Aποφραγμένοι αγωγοί / αποφραγμένα αγγεία, βουλωμένα. 2. ξεβουλώνω.

[μσν. αποφράζω < αρχ. ἀποφράσσω μεταπλ. κατά το φράσσω > φράζω· λόγ. < αρχ. ἀποφράσσω]

αποφρακτικός -ή -ό [apofraktikós] Ε1 : α.που προκαλείται από απόφραξη. || (ιατρ.): ~ ίκτερος. Aποφρακτική πνευμονοπάθεια. β. που χρησιμοποιείται για απόφραξη: Aποφρακτική βαλβίδα.

[λόγ. < μσν. αποφρακτικός (στη σημ.: `διουρητικό φάρμακο΄) < αποφρακ- (αποφράσσω) -τικός]

απόφραξη η [apófraksi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποφράζω. 1. το απόλυτο φράξιμο: Ειδικό συνεργείο αναλαμβάνει τις αποφράξεις βόθρων. || (ιατρ.): Εντερική ~ / ~ αιμοφόρων αγγείων / χολής / σαλπίγγων κτλ., το κλείσιμο ενός κοίλου ή σωληνοειδούς οργάνου, που προκαλείται από παθολογικά αίτια. 2. ξεβούλωμα: H ~ του σωλήνα.

[λόγ. < αρχ. ἀπόφραξις (-σις > -ση)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες