Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποφορά η [apoforá] Ο24 : πολύ δυσάρεστη μυρωδιά, έντονη δυσοσμία: Tο πτώμα / ο οχετός αναδίνει μια αβάσταχτη / φοβερή ~.
[λόγ. < ελνστ. ἀποφορά, αρχ. σημ.: `πληρωμή φόρου΄]
- αποφόρι το [apofóri] Ο44 : ρούχο που το έχει χρησιμοποιήσει κάποιος πολύ και δεν το φοράει πια: Όταν ήταν μικρός φορούσε τα αποφόρια του μεγάλου αδελφού του. Ό,τι ~ είχε, το έστειλε στους φτωχούς. Ήταν ντυμένη με κάτι αποφόρια, για ρούχα παλιά και αταίριαστα στο σώμα.
[αποφορ(ώ < απο- φορώ) -ι (αναδρ. σχημ.)]
- αποφορτίζω [apofortízo] -ομαι Ρ2.1 : ANT φορτίζω. 1. (τεχν.) αφαιρώ το ηλεκτρικό φορτίο· εκφορτίζω: Aποφορτίστηκε η μπαταρία. 2. (μτφ.) μειώνω ή εξαλείφω τη συναισθηματική ένταση: H ατμόσφαιρα αποφορτίστηκε χάρη στη διαλλακτικότητα που έδειξαν και οι δύο πλευρές, εκτονώθηκε.
[λόγ. < ελνστ. ἀποφορτίζω `ρίχνω το φορτίο΄ σημδ. γαλλ. décharger (στη σημ. 1)]
- αποφόρτιση η [apofórtisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποφορτίζω. 1. (τεχν.) αφαίρεση ή απώλεια ηλεκτρικού φορτίου· εκφόρτιση. 2. (μτφ.) μείωση ή εξάλειψη της συναισθηματικής έντασης.
[λόγ. αποφορτι- (αποφορτίζω) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. déchargement (στη σημ. 1)]