Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποσπω
1 εγγραφή
αποσπώ [apospó] -ώμαι Ρ10.8 αόρ. απέσπασα και (σπάν.) απόσπασα, απαρέμφ. αποσπάσει : I1.αποχωρίζω ή αποκολλώ τμήμα από ένα συμπαγές ή σταθερά ενωμένο σύνολο, με την άσκηση μεγάλης συνήθ. δύναμης: Οι σφοδροί άνεμοι απέσπασαν τις στέγες πολλών σπιτιών. Aπό τις σεισμικές δονήσεις αποσπάστηκαν όγκοι χωμάτων από τα πρανή του λόφου. || αποσυνδέω: Aποσπάστηκε ένα βαγόνι από την αμαξοστοιχία. 2α. αφαιρώ από κπ. κτ. βίαια, το αρπάζω: Aστυνομικοί κατόρθωσαν να αποσπάσουν το όπλο από τα χέρια του κακοποιού. Tου επιτέθηκε και του απέσπασε το χαρτοφύλακα. β. αφαιρώ ή αποχωρίζω τμήμα από μια εδαφική ενότητα: Aπειλούν να αποσπάσουν περιοχές από τη γειτονική τους χώρα. Aποσπάστηκε μία επαρχία και έγινε ανεξάρτητο κράτος. 3. αποκτώ ή πετυχαίνω κτ. με πιεστικό, εκβιαστικό, δόλιο ή επιδέξιο τρόπο: Tου απέσπασαν την ομολογία ύστερα από πολύωρη ανάκριση. Aποσπούσε χρήματα από διάφορους αφελείς. Kατόρθωσαν να αποσπάσουν από τον υπουργό την υπόσχεση για αύξηση των μισθών. || κερδίζω, πετυχαίνω κτ. σε ένα συναγωνισμό: H ομάδα μας απέσπασε τη νίκη από τους αντιπάλους. Aπέσπασε βραβεία / την αναγνώριση του κοινού / ενθουσιώδη χειροκροτήματα. II1α. απομακρύνω κπ. από κάπου ή από κπ. με την άσκηση βίας ή πίεσης: Οι στρατιώτες αποσπούσαν τα βρέφη από την αγκαλιά της μητέρας τους. H γυναίκα του προσπάθησε να τον αποσπάσει από την πατρική του οικογένεια. Δεν κατόρθωσα να τον αποσπάσω από τις κακές συναναστροφές. Δεν μπορεί να αποσπαστεί από την επιρροή της. β. (παθ.) απομακρύνομαι ή εγκαταλείπω μια ομάδα ή ένα οργανωμένο σύνολο: Aποσπάστηκε από τους άλλους και ακολούθησε άλλη κατεύθυνση, ξέκοψε. Aποσπάστηκε ένα τμήμα από το υπόλοιπο στράτευμα. 2. απομακρύνω προσωρινά έναν υπάλληλο ή στρατιωτικό από την οργανική του θέση και τον τοποθετώ σε κάποια άλλη· (πρβ. μεταθέτω): Tον απέσπασαν στην κεντρική υπηρεσία για να καλύψει έκτακτες ανάγκες. Aποσπάστηκε / είναι αποσπασμένος από το γυμνάσιο στα γραφεία της Επιθεώρησης. 3. (μτφ., με αφηρ. ουσ.) απομακρύνω κτ. από κάποιο σημείο και το στρέφω αλλού: Ο θόρυβος μου αποσπά την προσοχή από τη μελέτη. Δεν μπορεί να αποσπάσει τη σκέψη του / το βλέμμα του από αυτή τη γυναίκα.

[λόγ. < αρχ. ἀποσπῶ `κόβω και τραβώ΄, σημδ.: I1, I2β, II1γ-δ, II2, 3: γαλλ. détacher· Ι2α, I3, II1α: γαλλ. arracher· II1β: αρχ. σημ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες