Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποσιωπητικά
1 εγγραφή
αποσιωπητικά τα [aposiopitiká] Ο38 : σημείο στίξης (…) με το οποίο δείχνουμε ότι αποσιωπούμε κτ., δηλαδή ότι η φράση έμεινε για κάποιο λόγο ατελείωτη, επειδή δε θέλουμε ή δεν μπορούμε να την αποτελειώσουμε, ή, στο διάλογο, όταν κόβει την ομιλία ο συνομιλητής, π.χ. «Mη με θυμώσεις, γιατί…». «Για φαντάσου!…, έκανε ο Γιώργος».

[λόγ. αποσιωπη- (αποσιωπώ) -τικά, ουδ. πληθ. του -τικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες