Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποσβολώνω
1 εγγραφή
αποσβολώνω [apozvolóno] -ομαι Ρ1 (συνήθ. παθ.) : προκαλώ σε κπ. τόσο μεγάλη κατάπληξη, ώστε να μην μπορεί να εκφράσει τις σκέψεις ή να εκδηλώσει τα συναισθήματα εκείνης της στιγμής: Aποσβολώθηκα μόλις τον είδα να έρχεται. Έμεινε (σαν) αποσβολωμένη, όταν άκουσε αυτά τα συνταρακτικά νέα.

[*απασβολ(ώ) -ώνω ενεργ. του ελνστ. ἀπασβολοῦμαι `μετατρέπω σε καπνιά΄ με επανεισαγωγή ολόκληρου του προθήματος απο-]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες