Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποσάθρωση η [aposáθrosi] Ο33 : η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αποσαθρώνω. 1. (γεωλ.) καταστροφή και αλλοίωση των πετρωμάτων στην επιφάνεια ή κοντά στην επιφάνεια της γης εξαιτίας φυσικών, χημικών ή βιολογικών παραγόντων. 2. (μτφ.) καταστροφή των θεμελίων των κοινωνικών και πολιτικών θεσμών.
[λόγ. αποσαθρω- (δες αποσαθρώνω) -σις > -ση]