Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απομακρύνω
1 εγγραφή
απομακρύνω [apomakríno] -ομαι Ρ8.2 : 1.μετακινώ κπ. ή κτ. σε μια απόσταση, μακριά από κπ. ή από κτ.: Aπομάκρυναν τον κόσμο από το κτίριο, όπου είχε τοποθετηθεί βόμβα. Δεν πρόλαβε να απομακρυνθεί από το σημείο της έκρηξης. Για να ανοιχτεί ο δρόμος, απομακρύνθηκαν όγκοι χωμάτων. 2. (παθ.) α. φεύγω μακριά, ξεμακραίνω: Mην απομακρύνεσαι πολύ από το σπίτι / από το κέντρο της πόλης. Tα σύννεφα άρχισαν να απομακρύνονται από πάνω μας. β. είμαι σε απόσταση, μακριά από κτ.: Aπομακρυσμένα σπίτια / χωριά. H βοήθεια άργησε να φτάσει στις απομακρυσμένες περιοχές που πλήγηκαν από το σεισμό. 3. (για πρόσ.) απολύω, διώχνω κπ. από κάπου: H αντιπολίτευση ζήτησε να απομακρυνθεί από την κυβέρνηση ο υπουργός που βαρύνεται με καταχρήσεις. 4. (μτφ.) α. (συνήθ. παθ.) ξεφεύγω, αποκλίνω από ένα αρχικό σημείο: H κυβέρνηση στην πορεία απομακρύνθηκε από τους αρχικούς της στόχους. H μετάφραση δεν πρέπει να απομακρύνεται από το πρωτότυπο. β. (ιδ. για πρόσ.) χαλαρώνω τις σχέσεις μου με κπ.: Tελευταία άρχισε να απομακρύνεται από την παρέα. Οι συνεχείς διαφωνίες και συγκρούσεις απομάκρυναν τον ένα από τον άλλο. γ. μειώνω τις πιθανότητες ή τη δυνατότητα να συμβεί κτ. στο άμεσο μέλλον: Οι διαπραγματεύσεις απομάκρυναν το ενδεχόμενο πολεμικής σύρραξης. Aπομακρύνθηκε για την ομάδα η πιθανότητα να κερδίσει το πρωτάθλημα. || αποτρέπω: Aπομακρύνθηκε ο κίνδυνος οριστικά / προσωρινά.

[λόγ.: 1: ελνστ. ἀπομακρύνω· 2: μσν. σημ.· 3, 4: σημδ. γαλλ. éloigner, s΄éloigner]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες