Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απομαγνητοφωνώ
1 εγγραφή
απομαγνητοφωνώ [apomaγnitofonó] -ούμαι Ρ10.9 : μεταφέρω σε γραπτό λόγο ένα μαγνητοφωνημένο κείμενο: Aνέλαβε να απομαγνητοφωνήσει τη διάλεξη.

[λόγ. απο- μαγνητοφωνώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες