Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απολωλός
1 εγγραφή
απολωλός [apololós] Ε : (λόγ.) μόνο στην απαρχαιωμένη έκφραση ~ πρόβατο*.

[λόγ. < ελνστ. ἀπολωλός (πρόβατον) ουδ. μππ. του ἀπόλλυμαι `χάνομαι΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες