Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποκορυφώνω [apokorifóno] -ομαι Ρ1 (συνήθ. παθ.) : οδηγώ κτ. στο ανώτατο όριο ή σημείο, στο έπακρο: H ένταση / η αγωνία αποκορυφώνεται. Aποκορυφώθηκε η λαϊκή αγανάκτηση εξαιτίας των νέων φόρων.
[λόγ. < ελνστ. ἀποκορυφ(ῶ) -ώνω, αρχ. σημ.: `καταλήγω σε κορυφή΄]