Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποκορυφώνω
1 εγγραφή
αποκορυφώνω [apokorifóno] -ομαι Ρ1 (συνήθ. παθ.) : οδηγώ κτ. στο ανώτατο όριο ή σημείο, στο έπακρο: H ένταση / η αγωνία αποκορυφώνεται. Aποκορυφώθηκε η λαϊκή αγανάκτηση εξαιτίας των νέων φόρων.

[λόγ. < ελνστ. ἀποκορυφ(ῶ) -ώνω, αρχ. σημ.: `καταλήγω σε κορυφή΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες