Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποζημίωση η [apozimíosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποζημιώνω. 1. υλική και συνήθ. χρηματική επανόρθωση μιας ζημιάς ή μιας βλάβης: Δίνω / παίρνω / καταβάλλω ~. ~ των ιδιοκτητών των οικοπέδων που απαλλοτριώθηκαν. Πολεμική ~, χρηματικό ποσό που καταβάλλει στο νικητή το κράτος που ηττήθηκε. || Bουλευτική ~, χρηματική αμοιβή που δίνεται στους βουλευτές αντί για μισθό. 2. ηθική ικανοποίηση, ηθική ανταμοιβή κάποιου για τον κόπο που κατέβαλε ή για την εκδούλευση που πρόσφερε.
[λόγ. αποζημιω- (δες αποζημιώνω) -σις > -ση]