Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποδεκατίζω
1 εγγραφή
αποδεκατίζω [apoδekatízo] -ομαι Ρ2.1 : προκαλώ με βίαιο τρόπο ή με αλόγιστες επεμβάσεις δραματική μείωση του αριθμού ενός συνόλου, συνήθ. ζωντανών οργανισμών, προκαλώ σχεδόν τον αφανισμό τους: Kατά το Mεσαίωνα οι πληθυσμοί αποδεκατίζονταν από τις επιδημίες. Ο στρατός αποδεκατίστηκε από τα εχθρικά πυρά. Tα άγρια ζώα αποδεκατίστηκαν από τους κυνηγούς.

[λόγ. < ελνστ. ἀποδεκατίζω `παίρνω (σαν φόρο) τη δεκάτη΄ σημδ. γαλλ. décimer]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες