Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποδεικνύομαι
1 εγγραφή
αποδεικνύω [apoδiknío] -ομαι Ρ αόρ. απέδειξα και απόδειξα, απαρέμφ. αποδείξει, παθ. αόρ. αποδείχτηκα και αποδείχθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και απεδείχθη, απεδείχθησαν, απαρέμφ. αποδειχτεί και αποδειχθεί, μππ. αποδεδειγμένος* : 1.με λογικά και αναμφισβήτητα επιχειρήματα στηρίζω μια γνώμη, έναν ισχυρισμό, μια υπόθεση, κάνω φανερή την αλήθεια ενός πράγματος: Προσπαθεί να αποδείξει ότι δεν είναι ένοχος. Θα αποδείξω πως έχεις άδικο. Aπόδειξέ τα αυτά που λες! ~ ένα θεώρημα, το επαληθεύω με μια σειρά από μαθηματικούς συλλογισμούς και πράξεις. || (επέκτ.): H φήμη αποδείχτηκε αληθινή. H επιτυχία του αποδεικνύει τις ικανότητές του. Tελικά ο άνθρωπος αυτός αποδείχτηκε πολύ χρήσιμος για μας. Tι προσπαθείς να αποδείξεις με τη συμπεριφορά σου; 2. (παθ.) κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες φανερώνομαι, δείχνω τον πραγματικό μου εαυτό: Aποδείχτηκε πολύ ικανός άνθρωπος. Εκ των υστέρων αποδείχτηκε απατεώνας.

[λόγ. < αρχ. ἀποδεικνύω, ἀποδείκνυμι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες