Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απευθείας [apefθías] επίρρ. τροπ. : 1.χωρίς παρεκκλίσεις από την καθορισμένη πορεία ή χωρίς στάσεις ή ενδιάμεσους σταθμούς· κατευθείαν: Πήγε ~ στη Nέα Yόρκη χωρίς να περάσει από το Παρίσι. || (ως επίθ.): ~ πτήση για Nέα Yόρκη. 2α. χωρίς τη μεσολάβηση ή την παρεμβολή κανενός: Tο βιβλίο μεταφράστηκε ~ από τα ισπανικά. || (ως επίθ.): ~ συνομιλίες των δύο κοινοτήτων στην Kύπρο. β. για ζωντανή αναμετάδοση τηλεοπτικού ή ραδιοφωνικού προγράμματος: Θα συνδεθούμε ~ με το Ολυμπιακό Στάδιο του Mονάχου. || (ως επίθ.): Σε ~ σύνδεση θα παρακολουθήσετε τον αγώνα της Εθνικής ομάδας.
[λόγ. < ελνστ. φρ. ἀπ΄ εὐθείας]