Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απαυδώ
1 εγγραφή
απαυδώ [apavδó] Ρ10.1α αόρ. και απηύδησα, μππ. απαυδισμένος : έχω εξαντλήσει κάθε όριο υπομονής, έχω κουραστεί ψυχικά: Aπηύδησα να σε περιμένω. Kαθόταν σε μια γωνιά απαυδισμένη. Δεν μπορώ πια, απαύδησα!

[λόγ. < αρχ. ἀπαυδῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες