Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απαρέγκ
1 εγγραφή
απαρέγκλιτος -η -ο [aparéŋglitos] Ε5 : (λόγ.) που δεν παρεκκλίνει από την πορεία του, που δε μεταβάλλει στάση· σταθερός: H απαρέγκλιτη τήρηση του νόμου. απαρεγκλίτως & απαρέγκλιτα ΕΠIΡΡ: Πρέπει ~ να ακολουθήσεις αυτή τη δίαιτα.

[λόγ. < ελνστ. ἀπαρέγκλιτος, ἀπαρεγκλίτως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες