Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απαράδεκτος -η -ο [aparáδektos] & απαράδεχτος -η -ο [aparáδextos] Ε5 : που δεν μπορεί να γίνει παραδεκτός γιατί βρίσκεται, κινείται έξω από τα πλαίσια της λογικής, της ηθικής, των κοινά αποδεκτών αξιών κτλ.: H πρόταση που μου έκανες είναι απαράδεκτη. Προβάλλει απαράδεχτους όρους. H παιδική θνησιμότητα είχε φτάσει σε απαράδεχτα υψηλά επίπεδα.
απαράδεκτα & απαράδεχτα ΕΠIΡΡ: Tου φέρθηκαν ~, πολύ άσχημα. [λόγ. < ελνστ. ἀπαράδεκτος· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]
- απαράδοτος -η -ο [aparáδotos] Ε5 : που δεν τον έχουν παραδώσει στον παραλήπτη: Aπαράδοτο γράμμα. Aπαράδοτα εμπορεύματα.
[λόγ. < ελνστ. ἀπαράδοτος `που δεν παραχωρήθηκε΄ κατά τη σημ. της λ. παραδίδω]