Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απαθανατίζω
1 εγγραφή
απαθανατίζω [apaθanatízo] -ομαι & αποθανατίζω [apoθanatízo] -ομαι Ρ2.1 : μέσο κυρίως της τέχνης ή της τεχνικής, διατηρώ κπ. ή κτ. πολύ ζωντανό στη μνήμη των συγχρόνων και των μεταγενεστέρων: H φωτογραφία απαθανατίζει χαρούμενες στιγμές της ζωής μας. H λαϊκή μούσα απαθανάτισε τα κατορθώματα πολλών ηρώων μας.

[λόγ. < αρχ. ἀπαθανατίζω· παρετυμ. απο- θάνατος (“βγάζω από το θάνατο”)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες