Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απήχηση η [apíxisi] Ο33 : α.η εντύπωση που προκαλεί κάποιο γεγονός και η επίδραση που ασκεί ή οι αντιδράσεις που προκαλεί: Οι δηλώσεις του βρήκαν μεγάλη / ζωηρή ~. H κριτική του έμεινε μια απλή διαμαρτυρία χωρίς ~ και αποτέλεσμα. β. (ψυχ.) συνειρμική ή συσσωρευτική ~, όταν η συσσώρευση των συγκινήσεων γεννά απροσδόκητες για τη δεδομένη στιγμή αντιδράσεις.
[λόγ.: α: ελνστ. ἀπήχη(σις) -ση· β: σημδ. γαλλ.(;) résonance]