Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απέχθεια η [apéxθia] Ο27 : έντονη, ισχυρή αντιπάθεια για κπ. ή για κτ., αποστροφή: Nιώθω / αισθάνομαι μεγάλη ~ γι΄ αυτόν τον άνθρωπο. Έχει φοβερή ~ στις γάτες. Γύρισε αλλού τα μάτια με ~. || Mου προκαλεί μεγάλη ~.
[λόγ. < αρχ. ἀπέχθεια]