Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αξιοπρέπεια η [aksioprépia] Ο27 : η ιδιότητα του αξιοπρεπούς: Είναι άνθρωπος χωρίς ~. Δεν είχε πάνω του ίχνος αξιοπρέπειας.
[λόγ. < μσν. αξιοπρέπεια < αξιοπρεπ(ής) -εια]
- αξιοπρεπής -ής -ές [aksioprepís] Ε10 : 1.ANT αναξιοπρεπής. α. που τον χαρακτηρίζει ο σεβασμός στους κανόνες που καθορίζουν τη σωστή συμπεριφορά, τόσο στους τύπους όσο και στην ουσία: ~ άνθρωπος. β. που ταιριάζει σε αξιοπρεπή άνθρωπο: ~ συμπεριφορά / στάση. Aξιοπρεπές ύφος. 2. ~ αμοιβή, ικανοποιητική, που δεν είναι κατώτερη από την εργασία για την οποία δίνεται.
αξιοπρεπώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἀξιοπρεπής, ελνστ. ἀξιοπρεπῶς]
- αξιόπρεπος -η -ο [aksióprepos] Ε5 : που ταιριάζει σε άνθρωπο με αξιοπρέπεια· αξιοπρεπής1β: Kράτησε αξιόπρεπη στάση.
αξιόπρεπα ΕΠIΡΡ. [λόγ. αξιοπρεπ(ής) μεταπλ. -ος για προσαρμ. στη δημοτ.]