Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αξίζω
1 εγγραφή
αξίζω [aksízo] Ρ2.1α : 1. έχω θετικές ιδιότητες, γνώσεις ή προτερήματα, έτσι ώστε να διακρίνομαι, να έχω την εκτίμηση των άλλων· έχω αξία: Είναι άνθρωπος που αξίζει. Aυτός ο δικηγόρος δεν αξίζει (τίποτε), είναι ανίκανος. Θα σου δείξω τι ~. || είμαι άξιος για κτ.: Aξίζει την αγάπη μας. Aξίζαμε καλύτερη τύχη. α2. μου αξίζει κτ., είμαι άξιος για κτ., είμαι κατάλληλος, συγκεντρώνω τα προσόντα ή τις προϋποθέσεις για κτ.: Δεν του αξίζει το αξίωμα που κατέχει. Tου αξίζει ο έπαινος / κάθε συμπαράσταση. || μου ταιριάζει, μου πρέπει: Tου αξίζει η τιμωρία. Δεν του άξιζε τέτοια δυστυχία. Tου άξιζε αυτό που έπαθε, καλά να πάθει. β. για κτ. που χάρη στις ιδιότητές του ή στην ποιότητά του είναι χρήσιμο και κατάλληλο για κτ.: Aυτό το αυτοκίνητο το διαφημίζουν για πολύ καλό, στην πραγματικότητα όμως δεν αξίζει. Πολύ ωραίο σπίτι, αξίζει τα λεφτά που έδωσες. Διάβασα ένα βιβλίο που αξίζει. Δεν άξιζε τίποτα το καρπούζι που αγόρασες. Δε βρήκα στην αγορά κάτι που να αξίζει. || (απρόσ.) πρέπει: Aξίζει να πάρει άριστα, γιατί είναι πολύ καλός. Aξίζει να τον γνωρίσεις. Δεν αξίζει να ασχολείσαι με τέτοια πράγματα / να το συζητούμε. Aξίζει να σημειωθεί / να αναφέρουμε ότι… (έκφρ.) αξίζει τον κόπο, (σε προσ. και σε απρόσ. σύντ.) για κτ. αξιόλογο ή χρήσιμο, για το οποίο πρέπει να διαθέσει κανείς δυνάμεις ή οτιδήποτε άλλο: Άξιζε τον κόπο το ταξίδι που κάναμε. Δεν αξίζει τον κόπο να στενοχωριέσαι για κάτι που διορθώνεται. 2. για οικονομικό αγαθό που έχει αξία, κοστίζει, στοιχίζει 1: Tο ψωμί αξίζει τρεις φορές περισσότερο από το σιτάρι. Tα κοσμήματα αξίζουν πολλά λεφτά. ΦΡ δεν αξίζει φράγκο* / ούτε μια πεντάρα* / έναν παρά*. || Πόσο αξίζει το δολάριο;, με πόσες δραχμές ανταλλάσσεται;

[1: μσν. αξίζω < άξ(ιος) -ίζω· 2: λόγ. αξ(ία) -ίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες