Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντιπραγματισμός ο [andipraγmatizmós] Ο17 : (οικον.) αγοραπωλησία που γίνεται με άμεση ανταλλαγή των αγαθών (προϊόντων ή υπηρεσιών), χωρίς τη χρησιμοποίηση χρήματος.
[λόγ. αντι- + πραγματ- (πράγμα) -ισμός]