Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντδ.
198 εγγραφές [1 - 10]
-έσα [ésa] : επίθημα για το σχηματισμό του θηλυκού ουσιαστικών που δηλώνουν: 1. τίτλο ευγένειας: (κόντες) κοντέσα. || συνήθ. δίνει τον προφορικό ή λαϊκότροπο τύπο θηλυκού σε -ισσα / -η: (πρίγκιπας) πριγκιπέσα και πριγκίπισσα, (δούκας) δουκέσα και δούκισσα· (βαρόνος) βαρονέσα και βαρόνη. 2. (λαϊκότρ.) επάγγελμα: (γιατρός) γιατρέσα.

[μσν. αντδ. -έσα < ιταλ. -essa < υστλατ. -issa < αρχ. -ισσα (δες λ.): μσν. κοντ-έσα < ιταλ. contessa]

αλτήρας ο [altíras] Ο2 (συνήθ. πληθ.) : όργανο γυμναστικής όμοιο με τα βάρη, που αποτελείται από δύο μεταλλικές σφαίρες ενωμένες μεταξύ τους με σιδερένια ράβδο που χρησιμοποιείται ως λαβή. αλτηράκι το YΠΟKΟΡ.

[λόγ. αντδ. < γαλλ. altère (στη νέα σημ.) < λατ. πληθ. halteres < αρχ. ἁλτῆρες `βάρη που κρατούσαν οι άλτες για να αυξάνουν τη φόρα τους΄]

αμμωνία η [amonía] Ο25 : (χημ.) άχρωμο αέριο με έντονη και χαρακτηριστική οσμή που προέρχεται από την ένωση του αζώτου με υδρογόνο. || διάλυμα αμμωνίας σε νερό που χρησιμοποιείται συνήθ. ως πρόχειρο θεραπευτικό μέσο: Yγρή / καυστική ~.

[λόγ. αντδ. < νλατ. ammonia < ελνστ. (ἅλας) Ἀμμωνιακόν (δες στο αμμωνιακός)]

αμοιβάδα η [amiváδa] Ο26 : 1.μονοκύτταρο πρωτόζωο της τάξης των αμοιβαδοειδών, το οποίο ζει στο νερό ή σε υγρά μέρη και μετακινείται με ψευδοπόδια. 2. (πληθ.) αρρώστια των εντέρων που προκαλείται από την είσοδο αμοιβάδων στον οργανισμό· αμοιβάδωση.

[λόγ. αντδ. αμοιβ(άς) -άδα < αγγλ. amoeba (πληθ. amoebas που θεωρήθηκε θηλ. εν.) < νλατ. amoeba < αρχ. ἀμοιβή, στη σημ.: `εναλλαγή΄]

άμπακας ο [ábakas] Ο5 & άμπακος ο [ábakos] Ο20 : στη ΦΡ τρώω τον άμπακα, τρώω υπερβολικά· ΣYN ΦΡ τρώω τον αγλέουρα / τον περίδρομο.

[< άμπακος `σχολική πλάκα (που είχε στρωμένη άμμο για γράψιμο)΄, κατ΄ επέκτ.: “πολύ σαν την άμμο” αντδ. < ιταλ. abbaco < λατ. abacus < αρχ. ἀβακ- (ἄβαξ δες άβακας) και μεταπλ. άμπακ(ος) -ας]

αμπούλα η [ambúla] Ο25 : γυάλινο κυλινδρικό φιαλίδιο με μυτερές απολήξεις, κλειστό από την κατασκευή του, που περιέχει συνήθ. υγρή φαρμακευτική διάλυση κατάλληλη για ενέσεις. || ~ με βιταμίνες.

[αντδ. < γαλλ. ampoul(e) < λατ. ampulla υποκορ. του amp(h)ora < αρχ. ἀμφορέα, αιτ. του ἀμφορεύς]

αντζούγια η [andzúja] & αντζούγα η [andzúγa] Ο25α : γαύρος που διατηρείται και τρώγεται ως αλίπαστο.

[αντδ.: -γα: ιταλ. acciuga < υστλατ. *apiu(v)a < ελνστ. ἀφύη ( [ndz] από ιταλ. διαλεκτ. ancio-, angio-)· -για: μεταπλ. [ja] με βάση τον πληθ. αντζούγες και νέος εν. αντζούγια]

αντιλόπη η [andilópi] Ο30α : ζώο των τροπικών χωρών που συγγενεύει με το ελάφι: Ρούχο από δέρμα αντιλόπης.

[λόγ. αντδ. < γαλλ. antilop(e) < μσνλατ. ant(h)alopus < μσν. ανθόλοψ `όν. μυθικού ζώου΄ ίσως από ανατολ. γλ. με παρετυμ. άνθο(ς) + -λοψ κατά το αρχ. πηνέλοψ `αγριόπαπια΄ και άλλα ονόματα ζώων και πουλιών σε -οψ: αρχ. δρύοψ `δρυοκολάπτης΄]

αποθεραπεία η [apoθerapía] Ο25 : η τελευταία φάση της θεραπείας ενός αρρώστου ως την πλήρη αποκατάσταση της υγείας του: Ο άρρωστος βρίσκεται στο στάδιο της αποθεραπείας.

[λόγ. αντδ. < ιταλ.(;) apoterapia < ελνστ. ἀποθεραπεία `φροντίδα του σώματος ύστερα από αθλητικούς αγώνες΄]

αραχίδα η [araxíδa] Ο26 : φυτό που καλλιεργείται σε θερμά κλίματα και που καρπός του είναι τα αράπικα φιστίκια.

[λόγ. αντδ. αραχ(ίς) -ίδα < γαλλ. arachide (στη νέα σημ.) < λατ. arachida < ελνστ. ἀράχιδνα `λαθού ρι΄]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...20   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες