Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανταποκρίνομαι
1 εγγραφή
ανταποκρίνομαι [andapokrínome] Ρ1β : 1α.βρίσκομαι σε αντιστοιχία, συμφωνία με κτ.: H περιγραφή δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. || είμαι ανάλογος ή αντάξιος: H δουλειά που μου προτείνεται δεν ανταποκρίνεται ούτε στα προσόντα μου ούτε στις απαιτήσεις μου. β. αποδεικνύομαι αντάξιος, δείχνω με τις ενέργειές μου ότι είμαι αντάξιος: Aνταποκρίθηκε στις προσδοκίες μας. 2α. επαρκώ: Ο μισθός που παίρνω δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες μιας οικογένειας. β. μπορώ να εκπληρώσω ή εκπληρώνω: ~ στα καθήκοντά μου / στις υποχρεώσεις μου. 3. αντιδρώ σε μια ενέργεια άλλου με τρόπο θετικό: Δεν ανταποκρίθηκε στην πρόσκλησή μας, δεν τη δέχτηκε. || Δεν ανταποκρίθηκε στα αισθήματά μου / στον έρωτά μου / στην αγάπη που της έδειξα.

[λόγ. < ελνστ. ἀνταποκρίνομαι `απαντώ πάλι, αντιστοιχώ΄ & σημδ. γαλλ. correspondre, répondre]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες