Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντίπερα [andípera] επίρρ. τοπ. : (λογοτ., λαϊκότρ.) στο απέναντι μέρος: Ποτάμι για λιγόστεψε, για κάνε λίγο πίσω, για να περάσω ~ στα κλέφτικα λημέρια. || (ως επίθ.): Στην ~ όχθη. Φωτιά στο ~ βουνό.
[μσν. αντίπερα < ελνστ. ἀντιπέρα (μετακ. τόνου κατά τα σύνθ.) < αρχ. ἀντιπέραν]