Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανοσολογία η [anosolojía] Ο25 : (ιατρ.) η μελέτη των μηχανισμών με τους οποίους αντιστέκεται ένας οργανισμός και εξουδετερώνει τις ασθένειες και τις μολύνσεις.
[λόγ. άνοσ(ος) -ο- + -λογία μτφρδ. γαλλ. immunologie]