Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανεμούριο
1 εγγραφή
ανεμούριο το [anemúrio] Ο41 & ανεμούρι το [anemúri] Ο44 : στενόμακρος σάκος κωνικού σχήματος, ανοιχτός και από τις δύο πλευρές, που είναι προσαρμοσμένος στην κορυφή ιστίου και δείχνει τη διεύθυνση του ανέμου.

[λόγ. < ελνστ. ἀνεμούριον `ανεμόμυλος΄ (η σημερ. σημ. μσν.)· ελνστ. ἀνεμούριον με αποφυγή της χασμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες