Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανεγκέφαλος
1 εγγραφή
ανεγκέφαλος -η -ο [anengéfalos] Ε5 : 1.(ιατρ.) για θνησιγενές νεογνό, που δεν έχει εγκέφαλο: Tο παιδί γεννήθηκε ανεγκέφαλο. 2. (μτφ.) που είναι άμυαλος, ανόητος.

[λόγ. < ελνστ. ἀνεγκέφαλος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες