Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αναχρονισμός ο [anaxronizmós] Ο17 : 1.η αναφορά γεγονότος σε άλλον, όχι στον αληθινό, χρόνο: Εκούσιος ή ακούσιος ~. || η χρησιμοποίηση στην τέχνη ηθών και τρόπων κάποιας νεότερης εποχής για αναπαράσταση γεγονότων του παρελθόντος: H χρήση νεότερων ενδυμασιών στις παραστάσεις αρχαίου δράματος είναι ένας συνηθισμένος αλλά όχι πάντα εύστοχος ~. 2. η διατήρηση αντιλήψεων, συνηθειών κτλ. παλαιών και ξεπερασμένων, αντίθετων προς το πνεύμα της εποχής· οπισθοδρόμηση, οπισθοδρομικότητα: Kάθε προσπάθεια για αναζωογόνηση της παράδοσης δεν είναι οπωσδήποτε ~.
[λόγ. < γαλλ. anachronisme < ελνστ. ἀναχρον- (ἀναχρονίζω) `καθυστερώ να κάνω κτ.΄ -isme = -ισμός (διαφ. το ελνστ. ἀναχρονισμός `αλλαγή γραμματικού χρόνου΄)]