Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανατέλλω [anatélo] Ρ αόρ. ανέτειλα και ανάτειλα, απαρέμφ. ανατείλει : ANT δύω. 1. (για ουράνιο σώμα) ανεβαίνω πάνω από τον ορίζοντα με συνέπεια να φαίνομαι: Aνατέλλει ο ήλιος / η σελήνη / ένας αστέρας. || (επέκτ.): Aνατέλλει μία καινούρια μέρα, αρχίζει. ΦΡ ανατέλλει το άστρο* κάποιου. 2. (μτφ., ιδ. για κτ. καλό) αρχίζω να υπάρχω, εμφανίζομαι: Aνατέλλουν νέες ελπίδες. Ένα χαμόγελο ανέτειλε στο πρόσωπό της.
[λόγ.: 1: αρχ. ἀνατέλλω· 2: ελνστ. σημ.]
- ανατέλλων -ουσα -ον [anatélon] Ε12 : που ανατέλλει: Ο ~ ήλιος. H χώρα του ανατέλλοντος ηλίου*.
[λόγ. < αρχ. ἀνατέλλων μεε. του ἀνατέλλω]