Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναστολή
1 εγγραφή
αναστολή η [anastolí] Ο29 : 1.η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναστέλλω, προσωρινή διακοπή: Διήμερη ~ της απεργίας λόγω εθνικής εορτής. ~ μιας βιολογικής / βιοχημικής / πνευματικής / ψυχικής λειτουργίας. || (νομ.) προσωρινή διακοπή που αφορά νόμιμη διαδικασία και γίνεται βάσει νόμων: ~ της ισχύος ενός νόμου / του συντάγματος. ~ μιας δικαστικής απόφασης / πράξης της διοικήσεως. ~ της ποινικής διώξεως κάποιου. Kαταδικάστηκε σε δέκα μήνες φυλάκιση με τριετή ~. Δίνω ~ σε κπ. ~ πληρωμών από το κράτος / από μια τράπεζα. ~ κατατάξεως κάποιου στο στρατό, αναβολή. 2. (συνήθ. πληθ.) για δισταγμό με κίνητρο ηθικού περιεχομένου: Άνθρωπος χωρίς αναστολές.

[λόγ. < ελνστ. ἀναστολή `συγκράτηση΄ & σημδ. γαλλ. suspension συν. του arrêt]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες