Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανανήφω [ananífo] Ρ (συνήθ. στο αορ. θ.) αόρ. ανένηψα, απαρέμφ. ανανήψει : 1.(λόγ.) αποκηρύσσω ιδεολογικές ή θρησκευτικές πλάνες και ακολουθώ πάλι την ορθή κατεύθυνση: Στελέχη του κόμματος που ανένηψαν και επανήλθαν στην παράταξη. 2. (ιατρ.) συνέρχομαι από νάρκωση ή από κώμα.
[λόγ. < αρχ. ἀνανήφω `ξαναγίνομαι νηφάλιος ύστερα από μεθύσι΄]