Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανανάς
1 εγγραφή
ανανάς ο [ananás] Ο1 : καρπός του ομώνυμου τροπικού φυτού, με χυμώδη, υπόξινη και αρωματική κίτρινη σάρκα και με σκληρό φολιδωτό και αγκαθωτό περίβλημα που καταλήγει σε θύσανο: Xυμός ανανά. Tούρτα ανανά. || ποτό από χυμό ανανά.

[λόγ. < γαλλ. ananas (από γλ. των Ινδιάνων της Aμερικής)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες