Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανακύκλωση η [anakíklosi] Ο33 : 1.(τεχν.) η επαναχρησιμοποίηση μιας πρώτης ύλης που προέρχεται από άχρηστα υλικά, ύστερα από κατάλληλη τεχνική επεξεργασία: H ~ των απορριμμάτων / των αποβλήτων. Εργοστάσιο ανακύκλωσης χαρτιού / μετάλλων / πλαστικού. 2. ανακύκληση1.
[λόγ.: 2: ελνστ. ἀνακύκλω(σις) `επιστροφή σε κύκλο΄ -ση· 1: σημδ. αγγλ. recycling]