Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανακούρκουδα [anakúrkuδa] & ανακούκουρδα [anakúkurδa] επίρρ. : (οικ.) με λυγισμένα γόνατα και με το σώμα να στηρίζεται στα δάχτυλα των ποδιών: Kάθισε ~.
[ίσως < ανα- ελνστ. κλωκυδά < αρχ. ὀκλαδόν]