Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αναδιφώ [anaδifó] Ρ10.11α : ερευνώ προσεκτικά, αναζητώ πληροφορίες, συνήθ. σε αρχεία, σε έγγραφα κτλ.: Aναδιφά τα αρχεία με παλιές δικογραφίες. Aναδιφεί τις ιστορικές πηγές σε χειρόγραφα και σε παλαιές εκδόσεις. Aναδιφώντας τα κατάλοιπα του ποιητή βρήκε εξαιρετικά ενδιαφέρουσες επιστολές.
[λόγ. < αρχ. ἀναδιφῶ]