Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναδεχτός
1 εγγραφή
αναδεχτός ο [anaδextós] Ο17 θηλ. αναδεχτή [anaδextí] Ο29 : (λαϊκότρ.) ο βαφτισιμιός.

[λόγ. αναδεκ- (αναδέχομαι) -τός με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] · αναδεχτ(ός) -ή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες