Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αναγέρνω [anajérno] Ρ αόρ. ανάγειρα, απαρέμφ. αναγείρει, μππ. αναγερμένος : (λαϊκότρ., λογοτ.) 1. γέρνω ελαφρά: Aνάγειρε το κεφάλι / τα μάτια. Aνάγειρα στον τοίχο κι έκλεισα τα μάτια. Ήταν αναγερμένη στο μπαλκόνι. 2. μισοξαπλώνω: Aνάγειρα για λίγο και με πήρε ο ύπνος. Ήταν αναγερμένος στο ντιβάνι και κάπνιζε.
[ανα- γέρνω]