Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανίδωτος -η -ο
1 εγγραφή
ανίδωτος -η -ο [aníδotos] Ε5 : (λογοτ.) α. που κανείς ως τώρα δεν τον έχει δει ή δεν τον έχει συναντήσει. β. που όμοιό του δεν έχει δει κανείς ως τώρα.

[αν- (δες α- 1) ιδω- (δες βλέπω) -τος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες