Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανέσπερος
1 εγγραφή
ανέσπερος -η -ο [anésperos] Ε5 : (λόγ., λογοτ.) που δε δύει: Aνέσπερο άστρο. || που δε σβήνει ποτέ: Aνέσπερο φως.

[λόγ. < ελνστ. ἀνέσπερος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες