Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανέλιξη
1 εγγραφή
ανέλιξη η [anéliksi] Ο33 : (χωρίς θετική ή αρνητική σημασία) βαθμιαία και συνεχής αλλαγή, ανάπτυξη ή εξέλιξη: H γραμματολογική και χρονολογική ~ της νεότερης ποίησης. Πολιτιστική / κοινωνική ~. || (φιλοσ.): H θεωρία της ανελίξεως των όντων, ότι η αυτόματη, βαθμιαία και συνεχής εξέλιξη των όντων είναι υπέρτατος φυσικός νόμος (εβολουσιονισμός).

[λόγ. < ελνστ. ἀνέλιξις `λογικό ξετύλιγμα΄ (σις > -ση) σημδ. γαλλ. évolution]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες