Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανέγερση η [anéjersi] Ο33 : (λόγ.) το χτίσιμο, η κατασκευή οικοδομήματος· οικοδόμηση: Ο δήμος ανέλαβε τα έξοδα για την ~ του νοσοκομείου.
[λόγ. < ελνστ. ἀνέγερ(σις) `ξύπνημα΄ -ση, κατά τη σημ. της λ. ανεγείρω]