Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανάσχεση
1 εγγραφή
ανάσχεση η [anásxesi] Ο33 : επιτυχής αντιμετώπιση και ιδίως περιορισμός της έκτασης μιας δυσάρεστης ενέργειας ή κατάστασης: ~ της εχθρικής προέλασης / του πληθωρισμού. Mέτρα / φάρμακα για την ~ μιας επιδημίας.

[λόγ. < ελνστ. ἀνάσχε(σις) -ση, αρχ. σημ.: `σήκωμα ψηλά΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες