Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανάσχεση η [anásxesi] Ο33 : επιτυχής αντιμετώπιση και ιδίως περιορισμός της έκτασης μιας δυσάρεστης ενέργειας ή κατάστασης: ~ της εχθρικής προέλασης / του πληθωρισμού. Mέτρα / φάρμακα για την ~ μιας επιδημίας.
[λόγ. < ελνστ. ἀνάσχε(σις) -ση, αρχ. σημ.: `σήκωμα ψηλά΄]