Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμόνι
2 εγγραφές [1 - 2]
αμόνι το [amóni] Ο44 : σιδερένια συμπαγής βάση όπου γίνεται η επεξεργασία αντικειμένων από μέταλλο: ~ του σιδηρουργού / του τσαγκάρη. || Xτυπάει η καρδιά στα στήθια μου σαν το σφυρί στ΄ ~. ΦΡ ανάμεσα σφυρί κι ~, για κπ. που βρίσκεται σε πολύ δύσκολη θέση, που δέχεται πιέσεις και επιθέσεις από δύο αντίθετες πλευρές· ΣYN ΦΡ μεταξύ σφύρας και άκμονος.

[μσν. αμόνι(ν) < ελνστ. ἀκμόνιον (αποβ. του [k] πριν από [m] ίσως ύστερα από ενδιάμεση τροπή σε [γ] ) υποκορ. του αρχ. ἄκμων]

αμονιμοποίητος -η -ο [amonimopíitos] Ε5 : που δε μονιμοποιήθηκε στη θέση που εργάζεται.

[λόγ. α- 1 μονιμοποιη- (μονιμοποιώ) -τος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες