Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αμόκ το [amók] Ο (άκλ.) : αιφνίδια νευροψυχική διαταραχή που εκδηλώνεται με βίαιες πράξεις. || (επέκτ.) με υπερβολή: Εκεί που συζητούσαμε τον έπιασε ~ και άρχισε να ουρλιάζει.
[λόγ. < γαλλ. amok (από γλ. της Μαλαισίας)]