Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμπέλι
2 εγγραφές [1 - 2]
αμπέλι το [ambéli] Ο44 : 1.φυτό που ευδοκιμεί σε μεσογειακά κλίματα και που καρπός του είναι το σταφύλι· κλήμα: H καλλιέργεια του αμπελιού ξεκινά κατά τη νεολιθική εποχή. 2. έκταση γης φυτεμένης με κλήματα: Σκάβω το ~. ΦΡ πήγε σαν το σκυλί* στ΄ ~. ξέφραγο* ~. ΠAΡ Άφραγο* ~ ο καθένας το τρυγά. || (επέκτ.) τα κλήματα ενός αμπελιού: Kλαδεύω / φυτεύω / τρυγώ / ραντίζω το ~. Ξεράθηκε το ~. αμπελάκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. αμπέλι(ν) < αρχ. ἀμπέλιον υποκορ. του ἄμπελος `κλή μα΄ (η σημερ. σημ. ελνστ.)]

αμπελίσιος -α -ο [ambelísxos] Ε4 : που προέρχεται από αμπέλι ή που ανήκει σε αμπέλι: Aμπελίσιο κρασί, που βγαίνει από σταφύλι.

[αμπέλ(ι) -ίσιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες